- εξίημι
- ἐξίημι (Α) [ίημι]Ι. 1. αφήνω, επιτρέπω να βγει, να φύγει ή να απλωθεί (α. «ὁ δὲ... ἱκέτευεν ἐξίμεναι», παρακαλούσε να τόν αφήσουν να φύγει, Ομ. Οδ.β. «ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν», σαν καλός καπετάνιος άφηνε το πανί να απλωθεί, Πίνδ.)2. εκβάλλω, βγάζω («ἀφρὸν ἐξιεῑσα»)3. παροιμ. «πάντα κάλων ἐξιέναι», αφήνοντας να ξετυλιχτεί κάθε σχοινί, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο4. (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαιΙΙ. μέσ. εξίεμαι1. βγάζω από πάνω μου ή από μέσα μου («ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρov ἔντο» — αφού άφησαν να βγει πια ο πόθος τού ποτού και τού φαγιού, αφού ήπιαν κι έφαγαν, Ομ. Ιλ.)2. φρ. «ἐξίεμαι γυναίκα» — διώχνω, χωρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.